λαμπριάτικος — η, ο [Λαμπρή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λαμπρή, στο Πάσχα, πασχαλινός («λαμπριάτικο αρνί») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαμπριάτικα τα καινούργια ρούχα για το Πάσχα. επίρρ... λαμπριάτικα κατά την ημέρα τής Λαμπρής … Dictionary of Greek
λαμπριάτικος — η, ο επίρρ. α ο σχετικός με το Πάσχα: Σουβλίσαμε το λαμπριάτικο αρνί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασχαλινός — και πασκαλινός, ή, ό [πασχαλιά] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πάσχα, πασχαλιάτικος, λαμπριάτικος (α. «πασχαλινά αβγά» β. «πασχαλινό τραπέζι») … Dictionary of Greek
πασχαλινός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πάσχα, ο πασχαλιάτικος, ο λαμπριάτικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)